Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Εξειδικευμένες χρήσεις του μαστιχιού και κοινωνική ιστορία των Μαστιχοχώρων



Του Μιχάλη Βαρλά

Για  έναν  ιστορικό  αποτελεί  πρόκληση  να  προσπαθήσει  να  συνδυάσει  δυο χαρακτηριστικές  πλευρές  προσέγγισης  του  παρελθόντος.

Αφ’ενός,  την  αναζήτηση  της προϊστορίας ή  και  της  γενεαλογίας  ενός  επιστηµονικού  κλάδου ή µιας  επαγγελµατικής εξειδίκευσης και αφ’ετέρου, την ανάδειξη ενός µερικού ζητήµατος σε συνδυασµό µε τα ευρύτερα  ιστοριογραφικά  ενδιαφέροντα  κάθε  εποχής.

Στη  συγκεκριµένη  συγκυρία αντιµετωπίζω και ένα τρίτο, αναζητώντας τη γενεαλογία και την ιστορία ενός κοινωνικού  millieu, µε  διακριτή  ιστορία µέσα  στη Χίο,  των µαστιχοπαραγωγών,  ή µαστιχάδων,  ή  µαστιχάριων παλαιότερα. Και τέλος, η µεγαλύτερη πρόκληση είναι να συνδυάσει κανείς τα αποσπασµατικά ενδιαφέροντα σε ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να έχουν νόηµα τόσο για την γνώση του παρελθόντος όσο και για την κατανόηση του παρόντος και το σχεδιασµό του µέλλοντος.

Μιλώ λοιπόν για εξειδικευµένες χρήσεις του µαστιχιού αποφεύγοντας να χρησιµοποιήσω άλλους  σαφέστερους  όρους,  όπως  φαρµακευτικές,  γαστρονοµικές,  βιοµηχανικές  κλπ, ακριβώς  γιατί  η  κάθε  χρήση  στη µακραίωνη  ιστορία  του  προϊόντος  δεν  έχει  κανένα ιδιαίτερο νόηµα για τον ίδιο τον παραγωγό, ενίοτε για τον έµπορο και πολλές φορές για τον  διακινητή  του  προϊόντος,  ακριβώς  γιατί  η  χρήση  της  µαστίχας,  όπως  και  άλλων προϊόντων  εξειδικεύονταν  στα  χέρια  του  τελικού  ή  του  ενδιάµεσου  χρήστη,  του ποτοποιού,  του  φαρµακοποιού,  του  τεχνίτη,  του  καλλιτέχνη.   

Αν  λοιπόν  χαράξουµε κάποιους άξονες για τη διερεύνηση του θέµατος, ένας πρώτος είναι για το πέρασµα από την  οικιακή,  την  εργαστηριακή  ή  τη  βιοτεχνική  στην  βιοµηχανική  αξιοποίηση  της µαστίχας.   
Θα  πρέπει  λοιπόν  να  υπολογίζουµε  ότι µέχρι  το  τέλος  του 19ου   αιώνα  δεν µπορούµε  να  διανοηθούµε  την  παραγωγή  και  τη  διακίνηση µεταποιηµένων  προϊόντων που να διακρίνονται από τα φυσικά παράγωγα του µαστιχιού και του σκίνου. 

Αν  λάβουµε  υπ’όψιν µας  τις  στατιστικές  για  την  κίνηση  των  εµπορευµάτων  από  τον λιµένα  της Χίου ως  τις  αρχές  του 20ου αιώνα  βλέπουµε  ότι  η  εξαγωγή  προϊόντων  του σκίνου περιλαµβάνει εκτός από το µαστίχι ακόµα κλαδιά και σκινόφυλλα, προφανώς ως λίπασµα.    Το  ξύλο  του  σκίνου  χρησιµοποιούνταν  για  οδοντογλυφίδες  αξιοποιώντας  τις στυπτικές και αντισηπτικές  ιδιότητες  της ρυτίνης  του,  τουλάχιστον από  τον 18ο  αιώνα,  όπως  συνάγεται  από  τεκµήρια  της  σουλτανικής  κουζίνας.    

Βλέπουµε  όµως  ότι  η προσπάθεια για καλύτερη εκµετέλλευση των προϊόντων του σκίνου δεν ξεφεύγει από την απλή συλλογή και βασική  επεξεργασία  της  γεωργικής πρώτης  ύλης, άρα  δεν αποφέρει στη Χιακή οικονοµία παρά περιορισµένα ωφέλη και αυτά µάλλον για  τους µεταπράτες της πόλης παρά για τον παραγωγό. 

Εµπορικοί  οδηγοί  περιλαµβάνουν  εµπόρους µαστίχας  στην  Πόλη  και  στη  Σµύρνη µε χαµηλή εξειδίκευση σε παράγωγα του µαστιχιού, έστω µαστιχέλαιο. Η ποτοποιΐα είναι η πρώτη µορφή βιοµηχανικής χρήσης της µαστίχας στο τέλος του 19ου αιώνα.

Η χρήση της µαστίχας σε αλκοολούχα ποτά, όπως το ρακί, επηρρέασε όλα τα βαλκάνια, δίνοντας και το όνοµα ΜΑΣΤΙΚΑ σε µια σειρά από αυτά στην Βουλγαρία, την ΠΓ∆Μ, τη Ρουµανία. 

Λογικά  πρέπει  να  αναζητήσουµε  πολύ  αργότερα  την  αξιοποίηση  της  στη  βιοµηχανία, είτε στο φαρµακευτικό κλάδο, είτε στους τοµείς των χρωµάτων, των σταθεροποιητικών, και  των  υλικών  συντήρησης.  Είναι  ενδιαφέρον,  ότι  παρά  την µοναδικότητα  του προϊόντος,  δεν  δηµιουργείται µέχρι  την  πρώτη µεταπολεµική  περίοδο, µια  κίνηση επινοήσεων  που  να  αξιοποιεί  τις  ιδιότητες  της µαστίχας  ή  των  άλλων  παραγώγων  του σκίνου  για µια  ευρεία  γκάµα  προϊόντων.  Ουσιαστικά  η  πρώτη  ολοκληρωµένη

βιοµηχανικού  τύπου  εκµετάλλευση  της µαστίχας  είναι  το  εργοστάσιο  της  Ε.Μ.Χ.,  το οποίο  περιορίζεται  στην  παραγωγή  τσίκλας, µαστιχελαίου  και  κολοφωνίου µε πρωτόγονες για την βιοµηχανία µεθόδους ως τις τελευταίες δεκαετίες. 

Σε  πολιτικό  και  κοινωνικό  επίπεδο  η  ανάπτυξη,  ή  ακριβέστερα  η µη  ανάπτυξη, εξειδικευµένων προϊόντων και µάλιστα σε άµεση σχέση µε τον παραγωγό καθορίζει και τις µορφές  διαχείρισης  του  προϊόντος  και  των  καλλιεργητών  του. Η  συγκέντρωση  του πληθυσµού  σε  ορισµένο  τόπο  και  η  οργάνωση  ενός  σχετικά  κλειστού  δηµογραφικού
συστήµατος  για  τους µαστιχοπαραγωγούς  είναι  άρρηκτα  δεµένο µε  την  οργάνωση  του κυκλώµατος, παραγωγής, διακίνησης και κατανάλωσης της µαστίχας. Βασικό στόχο των
κυρίαρχων  του  νησιού  αποτελούσε  για  αιώνες  η  συγκέντρωση  των  προϊόντων  του σκίνου,  η  αποκλειστική  διάθεση  του  και  η  πρόσδεση  των  παραγωγών  στη µαστιχοπαραγωγή. 


Βασικός  άξονας  για  τα  παραπάνω  είναι  η  διαµόρφωση  και  ο  έλεγχος  του  χώρου – ιδιαίτερα  του  οικισµένου.  Μετά  το  τέλος  της  γενοβέζικης  περιόδου  που  σχηµατικά
µπορούµε να πούµε ότι χαρακτηρίζεται από φεουδαλικές δεσµεύσεις – έναν συνδυασµό διοικητικών και ποινικών περιορισµών – για  τους καλλιεργητές και  το προϊόν περνάµε
στην  πρώτη  οθωµανική  περίοδο – µέχρι  το 1839 -  στη  διαχείριση µέσω  ενός ισορροπηµένου αλλά αυστρηρού προγράµµατος φορολογίας που  επιβάλλεται σε σχέση
µε  τα µαστιχόδενδρα  και  τα  σπίτια  του  χωριού. 
  
Ο  δηµοσιονοµικός  έλεγχος  των µαστιχοχωριών συνδυάζει υψηλή φορολογία σε  είδος,  τη σύνδεση  της κατοχής σκίνων αλλά  και  τη  συµµετοχή  στην  κοινότητα  του  χωριού µε  την  ανάληψη  φορολογικών υποχρεώσεων σε µαστίχι και τέλος την σύνδεση της απόκτησης οικίας µε την υποχρέωση καταβολής φόρου µαστιχιού. 

Τουλάχιστον  από  το  τελευταίο  τέταρτο  του 17ου  αιώνα  ο  κάθε  κάτοχος  σπιτιού  στα Μαστιχοχώρια  υποχρεώνονταν  στην  καταβολή  ενός  ποσού µαστίχας  για  την εξυπηρέτηση της φορολογικής υποχρέωσης του χωριού. 
Η υποχρέωση για φόρο βάρυνε το  ακίνητο  και µεταβιβάζονταν  από  τους  γονείς  στα  παιδιά,  επιµερίζονταν  ή µεταφέρονταν  στους  συζύγους.   
Στη µακρά  διάρκεια µπορούµε  να  πούµε  ότι  η φορολογική υποχρέωση αποτελεί τον πυρήνα της ταυτότητας των κατοίκων των χωριών και µαστιχοπαραγωγών. 


Η  υποχρέωση  καταβολής  φόρου  σε  είδος  από µέρους  των  κατοίκων  των  χωριών  της µαστίχας  ακολουθεί  ένα  διαδεδοµένο  πρότυπο  για  όλες  τις  ιδιαίτερες  παραγωγικές
οµάδες  της  αυτοκρατορίας  αλλά  στην  περίπτωση  του µαστιχιού  η µοναδικότητα  του προϊόντος  δεν  επιτρέπει  τον  εκχρηµατισµό  της  διακίνησης  των  πλεονασµάτων  για  την
εξυπηρπέτηση  της  φορολογίας. Αν  αναλογιστούµε  τους  περιορισµούς  στην  παραγωγή και  την  ουσιαστική µονοπώληση  του  προϊόντος  από  τον  Εµίν  του  Μαστιχιού,  έναν
επίτροπο  του  σουλτάνου  ή  του  όποιου  δικαιούχου  του  φόρου,  την  αναγκαστική εκπώληση του στην Πύλη και την αποκοπή των χωριών από τη θάλασσα που εµπόδιζε το λαθρεµπόριο σχηµατίσεται µια εικόνα ασφυκτικής πίεσης για τους µαστιχάδες. 

Σε  αυτό  το  πλαίσιο  δύσκολα  θα µπορούσε  να  αναπτυχθεί µια  τοπική  κουλτούρα κατανάλωσης  και  χρήσης  του µαστιχιού, µιας  που  το µαστίχι  αποτελεί  τον  πολύτιµο µπαλαντέρ της τοπικής οικονοµίας που δεν θα έπρεπε να αναλωθεί σε σκοπούς ήσσονος σηµασίας. 
Το µαστίχι υπήρχε ως συνδετικός κρίκος  της οικονοµίας  των  χωριών µε  τις εξωτερικές  οικονοµίες  και  διαπλέκονταν µε  κάθε  πλευρά  της  επιβίωσης  και  της οικονοµίας  των  χωρικών.   
Το µαστίχι  παράγονταν  για  να  διατεθεί µακράν  της  νότιας Χίου.  Ιδιαίτερα µέχρι  το 18ο αιώνα  οι  ροές  του µαστιχιού  κατευθύνονται  κατ’  αρχήν προς  την  Χώρα  της  Χίου  και  βέβαια  προς  την  Πόλη,  όπου µπορεί  να  αναζητήσουµε περισσότερο  τα  ίχνη µιας  πρώϊµης  κουλτούρας  κατανάλωσης  από  ότι  στον  τόπο παραγωγής. Από κει και πέρα το µαστίχι ταξιδεύει προς την ανατολή και τη δύση, αρχικά προς τις Ινδίες και την Ιταλία, αργότερα και προς την Αγγλία ή την Ολλανδία. 

Η απελευθέρωση  του µαστιχιού από  τους  διοικητικούς και ποινικούς  δεσµούς  το 1839 έρχεται σε µια δύσκολη στιγµή µετά από  τις σφαγές  του 1822 και  του 1827, αλλά δεν δείχνει  να  αλλάζει  τα  χωριά  της µαστίχας.  Ο  κλυδωνισµός  του  συστήµατος  που  έχει δηµιουργηθεί στην νότια Χίο θα έρθει σαν συνέπεια των σεισµών του 1881, οι οποίοι µε την  καταστροφή  που  προκάλεσαν  θα  ανοίξουν  περισσότερο  στην  αγορά  τα  χωριά  της ανατολικής  πλευράς  και  θα  προκαλέσουν  τις  πρώτες  αναζητήσεις  για  την  αύξηση  της αποδοτικότητας  της  οικονοµίας  της µαστίχας  για  τους  παραγωγούς.   
Η  πιο  κοντινή πρόσφορη αγορά είναι η Σµύρνη στην οποία απολήγουν οι γραµµές από πολλά εµπορικά δίκτυα  προς  την  Ανατολή  και  τη  ∆ύση.   
Το  παραδοσιακό  κέντρο  αναδιανοµής  του µαστιχιού είναι η Πόλη, στην οποία βρίσκονται και οι πόλοι εξουσίας για το νησί µέχρι τις δραστικές αλλαγές του 1912-1923 και τη διάλυση της αυτοκρατορίας, η Πύλη και το Πατριαρχείο. 

Συµβολικά,  η  χρησιµοποίηση  του µαστιχιού  στην  κουζίνα  της  Πύλης  και  στην παρασκευή του άγιου µύρου  το  επενδύει µε µια σχεδόν µυθική αίγλη,  ενώ η παρουσία του στην αγορά  της Σµύρνης  το  εντάσσει σε πιο σύγχρονους µηχανισµούς  της αγοράς στο  πλαίσιο  της  αποικιοποίησης  της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Το  δυστύχηµα  είναι ότι  ενώ  γνωρίζουµε  τη  διάδοση  του  ως µπαχαρικό  και  τη  χρήση  του µαστιχιού  σε
συνταγές φαρµάκων δεν έχουµε ακόµα ούτε καν αίσθηση των ροών του µαστιχιού προς τους  αποδέκτες  φαρµακοποιούς, µυρεψούς  κ.ο.κ. Φαίνεται  πάντως  ότι  απουσιάζουν  οι µεγάλοι αποδέκτες που θα χρησιµοποιήσουν το προϊόν σε βιοµηχανικούς όγκους, εκτός ίσως από την περίπτωση της ποτοποιΐας. 

Η «Καταστροφή»  του  ελληνισµού  της Μικράς  Ασίας  και  η  απώλεια  της  αγοράς  της απέναντι  ακτής  έρχεται  σε µια  κρίσιµη  συγκυρία  που  οριοθετείται  από  δυο εκατονταετηρίδες,  εκατό  χρόνια  από  τις  σφαγές  της  Χίου  το 1922  και  εκατό  χρόνια απελευθερωµένης µαστιχοπαραγωγής  το 1939. 

Το αποτέλεσµα  της απελευθέρωσης  του µαστιχιού  είναι  να  αφήσει  έκθετους  τους  παραγωγούς  στους µηχανισµούς  και  τις διακυµάνσεις της αγοράς, κάτι που θα προετοιµάσει τη µεγάλη κρίση του Μεσοπολέµου που µπορεί να αναγνωσθεί ως η πρώτη µεγάλη κρίση που επέρχεται στην οικονοµία του μαστιχιού  εξαιτίας  της  πολιτικής  συγκυρίας  και µιας  δοµικής  αλλαγής  που χαρακτηρίζεται  από  την  αναφαινόµενη  αύξηση  της  σηµασίας  της  βιοµηχανικής επεξεργασίας και εκµετάλλευσης του προϊόντος.

Οικονοµικά  και  κοινωνικά  αυτό  συνεπάγεται  την  ολοκλήρωση  της µεταφοράς  του ελέγχου  από  τον  έλεγχο  της  παραγωγής  και  του  παραγωγού  στον  έλεγχο µέσω  των
µηχανισµών  της  αγοράς  και µε  την  ανάπτυξη  ενός µεταποιητικού  τοµέα  σε  στενή συνάρτηση µε  τα  δίκτυα  διάθεσης  του  προϊόντος.   
Η  ανάγκη  για  χρήµα  και  οι διακυµάνσεις  των  τιµών  λόγω  των  πιέσεων  του  εµπορίου  οδηγούν στην  επέκταση  των µαστιχοκαλλιεργειών σε περιφερειακές εκτάσεις των χωριών και σε υπερπαραγωγή που ανατροφοδοτεί  το  φαύλο  κύκλο  της  κατρακύλας  των  τιµών  και  του  περιορισµού  του µαστιχοπαραγωγικού  κόσµου  στα  κατώτερα  στάδια  της  οικονοµίας  του µαστιχιού  και εκτός  της  καταναλωτικής  του  κουλτούρας.   
Ακόµα  και  η  περιορισµένη  χρήση  του µαστιχιού στη ζαχαροπλαστική, τσουρέκια, κουλούρια, παγωτό αποτελεί χαρακτηριστικό της αστικής λαογραφίας της Σµύρνης και όχι της µαστιχοφόρου Χίου. 

Η  ίδρυση της ΕΜΧ το 1939 και αργότερα, το 1955, του εργοστασίου αλλάζει άρδην το χάρτη  της  οικονοµίας  του µαστιχιού  γιατί  παρεµβαίνει,  έστω  και µε  τον  αναγκαστικό
κορπορατιστικό  συνεταιτερισµό,  στην  παραγωγή,  στη  συγκέντρωση  και  διάθεση  του προϊόντος και µε την ίδρυση του εργοστασίου, στην επεξεργασία, στο µάρκετινγκ, ακόµα
και στην κυκλοφορία του χρήµατος ή στην αγορά εργασίας.
Η ΕΜΧ κατά κάποιο τρόπο συνεχίζει  την  παράδοση  των «κοινοτικών»  θεσµών  των µαστιχοπαραγωγών συγκεντρώνοντας σε ένα σώµα κατά χωριό το σύνολο των κατόχων µαστιχοδένδρων και αναλαµβάνοντας να επιτελεί και µια τρόπον τινά προνοιακή λειτουργία για τα µέλη της. 

Η µετάλλαξη  της  ΕΜΧ  τα  τελευταία  χρόνια,  η  άνθιση  τοπικών  επιχειρηµατικών προσπαθειών,  όπως  τα mastic shop, mastic spa, Anemos  κ.α.,  η  συνεργασία µε µεγάλους  οίκους  και  η  ανάπτυξη  νέων  κοσµητικών  και  φαρµακευτικών  προϊόντων οριοθετούν µια  νέα  εποχή  για  την  οικονοµία  της µαστίχας. Η  νέα συγκυρία συνδυάζει την σύγχρονη τάση για εναλλακτικά και φυσικά θεραπευτικά προϊόντα µε την ανάδυση εναλλακτικών  τουριστικών  προορισµών  και µε  την  πολτική  στήριξη  των  ιδιαίτερων προϊόντων από την ΕΕ. Στην προϊστορία αυτής της εξέλιξης θα µπορούσαµε µε δυσκολία να  τοποθετήσουµε  τις προσπάθειες  του Μενδωνίδη και  του Σόδη, για νέες χρήσεις  της µαστίχας  για  την  εποχή  τους. 
Συµπερασµατικά όµως µπορούµε  να παρατηρήσουµε  ότι µόνο την τελευταία δεκαετία στράφηκε η προσοχή των τοπικών φορέων στην ανάπτυξη προϊόντων  αγοράς µε  βάση  τη µαστίχα  και  αποµακρύνθηκαν  από  τον  κοινωνικό  και πολιτικό  έλεγχο  των µαστιχοπαραγωγών  ως µέθοδο  διαχείρισης  της  οικονοµίας  της µαστίχας. 

Ας  ξαναγυρίσουµε  σε µερικές  διχοτοµίες  σχετικά µε  την  κουλτούρα  της  κατανάλωσης του µαστιχιού, που παρά το ότι ποτέ δεν ανταποκρίνονται ολοκληρωτικά στην εµπειρία, µας προσφέρουν χρήσιµες αφετηρίες για σκέψη και αναστοχασµό. 

Σχηµατικά λοιπόν ο  ρόλος  του  παραγωγού  διαφοροποιείται  εξ  ολοκλήρου  από  αυτόν  του  καταναλωτή  της µαστίχας,  σε  αντίθεση µε  το  διαδεδοµένο  πρότυπο  για  τους  καλλιεργητές  τροφίµων προϊόντων,  τους αλιείς κλπ. Ακόµα και στις περιπτώσεις που κρατούν στο σπίτι µικρή ποσότητα,  την  καταναλώνουν  στην  ίδια µορφή  που  την  παραδίδουν  και  στους διευθυντικούς  θεσµούς  ή  στο  εµπόριο.  Αντίστοιχα  οι  καταναλωτές  δεν  έρχονται  σε επαφή µε τον κόσµο του παραγωγού, είτε γιατί αυτός είναι απόµακρος είτε, για µεγάλες χρονικές  περιόδους,  ακόµα  και  αυτή  η  επαφή  είναι  παράνοµη  ή  τουλάχιστον αντικανονική. 
Ο καταναλωτής δεν φτάνει στο προϊόν στο παζάρι ή στο χωράφι, ούτε το προµηθεύεται από τον παραγωγό του, εκτός από τις περιπτώσεις λαθρεµπορίας. 
Ο ρόλος του καταναλωτή λοιπόν προϋποθέτει την ύπαρξη αγοράς και αγοραίων µηχανισµών που µεταφέρουν  το  προϊόν  στους  τόπους  κατανάλωσης  ή  παρασκευής  των  διαφόρων
υποπροϊόντων. 


Ακόµα και η επαγγελµατική χρήση της µαστίχας, όταν ο παραγωγός κάποιων προϊόντων – όπως ο φαρµακοποιός – χρησιµοποιεί το µαστίχι ή το µαστιχέλαιο προς όφελος ενός
πελάτη, αφορά κυρίως σε µικρές ποσότητες µε σχετικά χαµηλή σηµασία του µαστιχιού απέναντι σε άλλα συστατικά. 
Σε ένα από τα σπάνια συνταγολόγια του 19ου  αιώνα, από το φαρµακείο  του  Σπίνου,  γραµµένο  γύρω  στο 1850,  βρίσκουµε  τη µαστίχα  να χρησιµοποιείται σε συνταγές καλλυντικών αφού θερµανθεί σε bain-marie.
«… δυο κούκουδα µαστίχα τα βάζετε εις ένα κιασεδάκι και βράζετε ένα τσουκάλι νερό και βάζετε το κεσεδάκι µέσα να λιώσουν και το τρίβετε και ρίπτετε  ολίγον ροδόσταµον µέσα»
Σεβαστή Χαβιάρα – Καραχάλιου, Γιατροπορέµατα των οµµατιών και άλλα κείµενα, επιµ. Ανδρέας Φρ. Μιχαηλίδης, Χίος (Ιατρική Εταιρεία Χίου) 2003, σ.132. 


Το µαστίχι παρουσιάζεται στη συγκεκριµένη πηγή σε  τρεις συνταγές, διατηρώντας  την ίδια σπουδαιότητα για το φαρµακοποιό που έχει η αλόη ή εξωτικά συστατικά. Μπορούµε
να  υποθέσουµε  ότι  δεν αναπτύσσεται µε  βάση  τη µαστίχα µια  ιθαγενής συνταγολογία, ούτε στο επίπεδο της λαϊκής θεραπευτικής, ούτε ανάµεσα στους επιστήµονες ιατρούς και
φαρµακοποιούς. 

Ανάλογα θα λέγαµε ότι για αιώνες δεν αναπτύσσεται µια τοπική αγορά, οπωσδήποτε στα ίδια τα µαστιχοχώρια αλλά σε µεγάλο βαθµό και στη Χώρα. Η αγορά της µαστίχας είναι η  αγορά  των  αποστάσεων  που  χρησιµοποιεί  ως  ενδιάµεσο  κέντρο  την  Χώρα  και  σε δεύτερο επίπεδο ως κέντρα συγκέντρωσης και αναδιανοµής την Πόλη και τη Σµύρνη.
Η
ποτοποιία  αποτελεί  τη µόνη  εξαίρεση µέχρι  το  Μεσοπόλεµο  και  αυτή  θα  πρέπει  να ενταχθεί στην άνθιση µικρών τοπικών κέντρων βιοτεχνιών που προβαίνουν σε µια πρώτη
επεξεργασία αγροτικών πρώτων υλών αλλά και εδώ ο προσανατολισµός της παραγωγής είναι το εξωτερικό ως προς το νησί εµπόριο. 
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι για το σηµαντικότερο απόσταγµα της νότιας Χίου και ένα από τα πιο εύγευστα στην Ευρώπη, για τη σούµα, δε χρησιµοποιείται µαστίχα. Όταν αναπτύσσεται µια  ιθαγενής χρήση της µαστίχας, στα ποτά, στα γλυκά κοκ αφορά κυρίως τη Χώρα και πιθανόν και σε αυτή την περίπτωση δεν αποτελεί παρά δάνειο από τα µεγάλα κέντρα της Ανατολής. 

Όλα  όσα  αναφέραµε µέχρι  τώρα  συγκροτούν µια  υπόθεση  εργασίας  που  ξεκινά  από µικρές εµπειρικές – σχεδόν αυτοβιογραφικές – παρατηρήσεις για την απουσία ακόµα και
σήµερα µιας κουλτούρας κατανάλωσης συνδεδεµένης µε τη µαστίχα, κάτι που είναι ξένο για όλα τα παραδείγµατα αγροτοκτηνοτροφικών κοινοτήτων στην Ελλάδα. 
Μελετώντας την  ιστορία  του  προϊόντος  στη µακρά  διάρκεια  η  απουσία  αυτή  εξηγείται  από  το καθεστώς ρύθµισης και περιορισµών που χαρακτηρίζει το προϊόν και τους καλλιεργητές του και από το χαρακτήρα της εµπορίας και της δηµιουργίας των παραγώγων προϊόντων της µαστίχας. 
Το γεγονός ότι η µαστίχα από τη φύση της και σχεδόν σε φυσική µορφή προσφέρεται  για  εµπορική  εκµετάλλευση  απέκλεισε  άλλες  παραγωγικές  επιλογές  στον τόπο. 

Η ίδια η δοµή της παραγωγής, της χρήσης και της κατανάλωσης της µαστίχας ευνόησαν τη  διακίνηση  της  σε  φυσική µορφή  και  την  αξιοποίηση  της  στους µακρινούς  τόπους
κατανάλωσης. Το µόνο παραγωγικό παρεπόµενο για τη νότια Χίο είναι η δηµιουργία των γνωστών κεραµικών σκευών για το µαστίχι. 
Στην περίπτωση της µαστίχας η εξέλιξη των µέσων µεταφοράς,  επεξεργασίας  και  διατήρησης  και  ο  εκσυγχρονισµός  των  προτύπων κατανάλωσης µε τη διάδοση των τυποποιηµένων έναντι των οικιακών ή εργαστηριακών προϊόντων  κινητοποιεί  σηµαντικές µεταβολές  στο  οικονοµικό  και  κοινωνικό  πεδίο.

Πρώτον  δίνεται  πια  η  δυνατότητα  και  νοµίζω  ότι  οι  τοπικές  εταιρείες  την εκµεταλλεύονται  για  την  ιθαγενή  αξιοποίηση  του  προϊόντος  και  για  την  σύνδεση  των βιοµηχανικών προϊόντων µε την τουριστική βιοµηχανία και την προβολή του νησιού.

Η µαστίχα  συνδυάζοντας  πια  το  φυσικό  χαρακτήρα µε  τις  υψηλής  ποιότητας φαρµακευτικές  και  γαστρονοµικές  χρήσεις µπορεί  να  αποτελέσει  παράγοντα  προκοπής και  ανάπτυξης  της  περιοχής  που  την  παράγει.   
Ακόµα µπορεί  να  αποτελέσει  ένα  νέο στοιχείο  τοπικής κουλτούρας και  ταυτότητας  εάν διαµορφωθεί µια  γενιά καταναλωτών που  θα  προτιµά  σχεδόν  από  ένστικτο  τα  προϊόντα  της µαστίχας  έναντι  των  άλλων. 
Η καλλιέργεια αυτής της τοπικής παραγωγικής και καταναλωτικής κουλτούρας παράλληλα µε  την  εξασφάλιση  των παραγωγών µπορεί να ανοίξει  ένα  εντελώς νέο κεφάλαιο στην
ιστορία αυτού του µοναδικού προϊόντος, που -επιτρέψτε µου την επιστηµονικά αδόκιµη πρόβλεψη – µπορεί  να  είναι  η  πιο  φωτεινή  για  τους  ίδιους  τους  κατοίκους  και µαστιχοπαραγωγούς.