Του Μιχάλη Βαρλά
Για έναν ιστορικό
αποτελεί πρόκληση να
προσπαθήσει να συνδυάσει
δυο χαρακτηριστικές πλευρές προσέγγισης
του παρελθόντος.
Αφ’ενός, την αναζήτηση
της προϊστορίας ή και της
γενεαλογίας ενός επιστηµονικού
κλάδου ή µιας επαγγελµατικής εξειδίκευσης
και αφ’ετέρου, την ανάδειξη ενός µερικού ζητήµατος σε συνδυασµό µε τα ευρύτερα ιστοριογραφικά ενδιαφέροντα
κάθε εποχής.
Στη
συγκεκριµένη συγκυρία αντιµετωπίζω και ένα τρίτο, αναζητώντας τη γενεαλογία και
την ιστορία ενός κοινωνικού millieu,
µε διακριτή ιστορία µέσα
στη Χίο, των
µαστιχοπαραγωγών, ή µαστιχάδων, ή µαστιχάριων παλαιότερα. Και τέλος, η µεγαλύτερη πρόκληση
είναι να συνδυάσει κανείς τα αποσπασµατικά ενδιαφέροντα σε ένα ενιαίο σύνολο, ώστε
να έχουν νόηµα τόσο για την γνώση του παρελθόντος όσο και για την κατανόηση του
παρόντος και το σχεδιασµό του µέλλοντος.
Μιλώ λοιπόν για εξειδικευµένες χρήσεις του µαστιχιού
αποφεύγοντας να χρησιµοποιήσω άλλους
σαφέστερους όρους, όπως
φαρµακευτικές, γαστρονοµικές, βιοµηχανικές
κλπ, ακριβώς γιατί η
κάθε χρήση στη µακραίωνη
ιστορία του προϊόντος
δεν έχει κανένα ιδιαίτερο νόηµα για τον ίδιο τον παραγωγό, ενίοτε για τον
έµπορο και πολλές φορές για τον διακινητή του
προϊόντος, ακριβώς γιατί
η χρήση της µαστίχας,
όπως και άλλων προϊόντων
εξειδικεύονταν στα χέρια
του τελικού ή
του ενδιάµεσου χρήστη,
του ποτοποιού,
του φαρµακοποιού, του
τεχνίτη, του καλλιτέχνη.
Αν λοιπόν χαράξουµε κάποιους άξονες για τη διερεύνηση του θέµατος, ένας
πρώτος είναι για το πέρασµα από την οικιακή, την
εργαστηριακή ή τη
βιοτεχνική στην βιοµηχανική
αξιοποίηση της µαστίχας.
Θα πρέπει
λοιπόν να υπολογίζουµε
ότι µέχρι το τέλος
του 19ου αιώνα δεν µπορούµε να διανοηθούµε
την παραγωγή και
τη διακίνηση µεταποιηµένων προϊόντων που να διακρίνονται από τα φυσικά παράγωγα του µαστιχιού
και του σκίνου.
Αν λάβουµε υπ’όψιν µας
τις στατιστικές για
την κίνηση των
εµπορευµάτων από τον λιµένα της Χίου
ως τις
αρχές του 20ου αιώνα βλέπουµε
ότι η εξαγωγή
προϊόντων του σκίνου περιλαµβάνει εκτός από το µαστίχι ακόµα κλαδιά και
σκινόφυλλα, προφανώς ως λίπασµα. Το ξύλο
του σκίνου χρησιµοποιούνταν για
οδοντογλυφίδες αξιοποιώντας τις στυπτικές και αντισηπτικές ιδιότητες
της ρυτίνης του, τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα, όπως
συνάγεται από τεκµήρια
της σουλτανικής κουζίνας.
Βλέπουµε όµως ότι η προσπάθεια για καλύτερη εκµετέλλευση των
προϊόντων του σκίνου δεν ξεφεύγει από την απλή συλλογή και βασική
επεξεργασία της γεωργικής πρώτης ύλης, άρα
δεν αποφέρει στη Χιακή οικονοµία παρά περιορισµένα ωφέλη και αυτά
µάλλον για τους µεταπράτες της πόλης παρά για τον παραγωγό.
Εµπορικοί
οδηγοί περιλαµβάνουν εµπόρους µαστίχας στην
Πόλη και στη
Σµύρνη µε χαµηλή εξειδίκευση σε παράγωγα του µαστιχιού, έστω
µαστιχέλαιο. Η ποτοποιΐα είναι η πρώτη µορφή βιοµηχανικής χρήσης της µαστίχας στο τέλος
του 19ου αιώνα.
Η χρήση της µαστίχας σε αλκοολούχα ποτά, όπως το ρακί, επηρρέασε όλα
τα βαλκάνια, δίνοντας και το όνοµα ΜΑΣΤΙΚΑ σε µια σειρά από αυτά στην Βουλγαρία,
την ΠΓ∆Μ, τη Ρουµανία.
Λογικά πρέπει
να αναζητήσουµε πολύ
αργότερα την αξιοποίηση
της στη βιοµηχανία, είτε στο φαρµακευτικό κλάδο, είτε στους τοµείς των
χρωµάτων, των σταθεροποιητικών, και των υλικών
συντήρησης. Είναι ενδιαφέρον,
ότι παρά την µοναδικότητα του προϊόντος,
δεν δηµιουργείται µέχρι την
πρώτη µεταπολεµική περίοδο,
µια κίνηση επινοήσεων
που να αξιοποιεί
τις ιδιότητες της µαστίχας
ή των άλλων
παραγώγων του σκίνου για µια ευρεία
γκάµα προϊόντων. Ουσιαστικά
η πρώτη ολοκληρωµένη
βιοµηχανικού
τύπου εκµετάλλευση της µαστίχας
είναι το εργοστάσιο
της Ε.Μ.Χ., το οποίο
περιορίζεται στην παραγωγή
τσίκλας, µαστιχελαίου και κολοφωνίου µε πρωτόγονες για την βιοµηχανία µεθόδους ως τις τελευταίες
δεκαετίες.
Σε πολιτικό και
κοινωνικό επίπεδο η
ανάπτυξη, ή ακριβέστερα
η µη ανάπτυξη, εξειδικευµένων προϊόντων και µάλιστα σε άµεση σχέση µε
τον παραγωγό καθορίζει και τις µορφές
διαχείρισης του προϊόντος
και των καλλιεργητών
του. Η συγκέντρωση του πληθυσµού σε ορισµένο
τόπο και η
οργάνωση ενός σχετικά
κλειστού δηµογραφικού
συστήµατος
για τους µαστιχοπαραγωγούς είναι
άρρηκτα δεµένο µε την
οργάνωση του κυκλώµατος, παραγωγής, διακίνησης και κατανάλωσης της
µαστίχας. Βασικό στόχο των
κυρίαρχων του νησιού
αποτελούσε για αιώνες
η συγκέντρωση των
προϊόντων του σκίνου, η αποκλειστική
διάθεση του και
η πρόσδεση των
παραγωγών στη µαστιχοπαραγωγή.
Βασικός
άξονας για τα
παραπάνω είναι η
διαµόρφωση και ο
έλεγχος του χώρου – ιδιαίτερα του οικισµένου.
Μετά το τέλος
της γενοβέζικης περιόδου
που σχηµατικά
µπορούµε να πούµε ότι χαρακτηρίζεται από φεουδαλικές
δεσµεύσεις – έναν συνδυασµό διοικητικών και ποινικών περιορισµών – για τους καλλιεργητές και το προϊόν περνάµε
στην
πρώτη οθωµανική περίοδο – µέχρι το 1839 -
στη διαχείριση µέσω ενός ισορροπηµένου αλλά αυστρηρού προγράµµατος φορολογίας
που επιβάλλεται σε σχέση
µε τα
µαστιχόδενδρα και τα
σπίτια του χωριού.
Ο δηµοσιονοµικός έλεγχος
των µαστιχοχωριών συνδυάζει υψηλή φορολογία σε είδος,
τη σύνδεση της κατοχής σκίνων αλλά και τη
συµµετοχή στην κοινότητα
του χωριού µε την
ανάληψη φορολογικών υποχρεώσεων σε µαστίχι και τέλος την σύνδεση της
απόκτησης οικίας µε την υποχρέωση καταβολής φόρου µαστιχιού.
Τουλάχιστον
από το τελευταίο
τέταρτο του 17ου αιώνα ο
κάθε κάτοχος σπιτιού
στα Μαστιχοχώρια υποχρεώνονταν στην
καταβολή ενός ποσού µαστίχας για
την εξυπηρέτηση της φορολογικής υποχρέωσης του χωριού.
Η
υποχρέωση για φόρο βάρυνε το ακίνητο και µεταβιβάζονταν από
τους γονείς στα
παιδιά, επιµερίζονταν ή µεταφέρονταν
στους συζύγους.
Στη µακρά
διάρκεια µπορούµε να πούµε
ότι η φορολογική υποχρέωση αποτελεί τον πυρήνα της ταυτότητας
των κατοίκων των χωριών και µαστιχοπαραγωγών.
Η υποχρέωση καταβολής
φόρου σε είδος
από µέρους των κατοίκων
των χωριών της µαστίχας ακολουθεί ένα
διαδεδοµένο πρότυπο για
όλες τις ιδιαίτερες
παραγωγικές
οµάδες της αυτοκρατορίας
αλλά στην περίπτωση
του µαστιχιού η µοναδικότητα του προϊόντος δεν επιτρέπει
τον εκχρηµατισµό της
διακίνησης των πλεονασµάτων
για την
εξυπηρπέτηση
της φορολογίας. Αν αναλογιστούµε
τους περιορισµούς στην
παραγωγή και την ουσιαστική µονοπώληση του
προϊόντος από τον
Εµίν του Μαστιχιού,
έναν
επίτροπο του σουλτάνου
ή του όποιου
δικαιούχου του φόρου,
την αναγκαστική εκπώληση του στην Πύλη και την αποκοπή των χωριών από τη
θάλασσα που εµπόδιζε το λαθρεµπόριο σχηµατίσεται µια εικόνα ασφυκτικής πίεσης για
τους µαστιχάδες.
Σε αυτό το
πλαίσιο δύσκολα θα µπορούσε
να αναπτυχθεί µια τοπική
κουλτούρα κατανάλωσης και χρήσης
του µαστιχιού, µιας που το µαστίχι
αποτελεί τον πολύτιµο µπαλαντέρ της τοπικής οικονοµίας που δεν θα έπρεπε να
αναλωθεί σε σκοπούς ήσσονος σηµασίας.
Το µαστίχι υπήρχε ως συνδετικός κρίκος της οικονοµίας των
χωριών µε τις εξωτερικές
οικονοµίες και διαπλέκονταν µε κάθε
πλευρά της επιβίωσης
και της οικονοµίας
των χωρικών.
Το µαστίχι
παράγονταν για να
διατεθεί µακράν της νότιας Χίου. Ιδιαίτερα
µέχρι το 18ο αιώνα οι
ροές του µαστιχιού κατευθύνονται
κατ’ αρχήν προς την Χώρα
της Χίου και
βέβαια προς την
Πόλη, όπου µπορεί να
αναζητήσουµε περισσότερο τα
ίχνη µιας πρώϊµης κουλτούρας
κατανάλωσης από ότι
στον τόπο παραγωγής. Από κει και πέρα το µαστίχι ταξιδεύει προς την
ανατολή και τη δύση, αρχικά προς τις Ινδίες και την Ιταλία, αργότερα και προς την
Αγγλία ή την Ολλανδία.
Η απελευθέρωση του
µαστιχιού από τους διοικητικούς και ποινικούς δεσµούς
το 1839 έρχεται σε µια δύσκολη στιγµή µετά από τις σφαγές
του 1822 και του 1827, αλλά δεν δείχνει να αλλάζει
τα χωριά της µαστίχας.
Ο κλυδωνισµός του
συστήµατος που έχει δηµιουργηθεί στην νότια Χίο θα έρθει σαν συνέπεια των
σεισµών του 1881, οι οποίοι µε την
καταστροφή που προκάλεσαν
θα ανοίξουν περισσότερο
στην αγορά τα
χωριά της ανατολικής
πλευράς και θα
προκαλέσουν τις πρώτες
αναζητήσεις για την
αύξηση της αποδοτικότητας
της οικονοµίας της µαστίχας
για τους παραγωγούς.
Η πιο κοντινή πρόσφορη αγορά είναι η Σµύρνη στην οποία απολήγουν οι
γραµµές από πολλά εµπορικά δίκτυα προς την
Ανατολή και τη
∆ύση.
Το παραδοσιακό
κέντρο αναδιανοµής του µαστιχιού είναι η Πόλη, στην οποία βρίσκονται και οι
πόλοι εξουσίας για το νησί µέχρι τις δραστικές αλλαγές του 1912-1923 και τη διάλυση της
αυτοκρατορίας, η Πύλη και το Πατριαρχείο.
Συµβολικά, η χρησιµοποίηση
του µαστιχιού στην κουζίνα
της Πύλης και
στην παρασκευή του άγιου µύρου
το επενδύει µε µια σχεδόν µυθική
αίγλη, ενώ η παρουσία του στην αγορά της
Σµύρνης το εντάσσει σε πιο σύγχρονους µηχανισµούς της αγοράς στο πλαίσιο της
αποικιοποίησης της Οθωµανικής
Αυτοκρατορίας. Το δυστύχηµα είναι ότι ενώ γνωρίζουµε
τη διάδοση του ως
µπαχαρικό και τη
χρήση του µαστιχιού σε
συνταγές φαρµάκων δεν έχουµε ακόµα ούτε καν αίσθηση των
ροών του µαστιχιού προς τους
αποδέκτες φαρµακοποιούς,
µυρεψούς κ.ο.κ. Φαίνεται πάντως
ότι απουσιάζουν οι µεγάλοι αποδέκτες που θα χρησιµοποιήσουν το προϊόν σε
βιοµηχανικούς όγκους, εκτός ίσως από την περίπτωση της ποτοποιΐας.
Η «Καταστροφή»
του ελληνισµού της Μικράς
Ασίας και η
απώλεια της αγοράς
της απέναντι
ακτής έρχεται σε µια
κρίσιµη συγκυρία που
οριοθετείται από δυο εκατονταετηρίδες,
εκατό χρόνια από
τις σφαγές της
Χίου το 1922 και
εκατό χρόνια απελευθερωµένης µαστιχοπαραγωγής το 1939.
Το αποτέλεσµα της απελευθέρωσης του µαστιχιού
είναι να αφήσει
έκθετους τους παραγωγούς
στους µηχανισµούς και τις διακυµάνσεις της αγοράς, κάτι που θα προετοιµάσει τη
µεγάλη κρίση του Μεσοπολέµου που µπορεί να αναγνωσθεί ως η πρώτη µεγάλη κρίση που
επέρχεται στην οικονοµία του μαστιχιού
εξαιτίας της πολιτικής
συγκυρίας και µιας δοµικής
αλλαγής που χαρακτηρίζεται από την
αναφαινόµενη αύξηση της
σηµασίας της βιοµηχανικής επεξεργασίας και εκµετάλλευσης του προϊόντος.
Οικονοµικά
και κοινωνικά αυτό
συνεπάγεται την ολοκλήρωση
της µεταφοράς του ελέγχου από τον
έλεγχο της παραγωγής
και του παραγωγού
στον έλεγχο µέσω των
µηχανισµών
της αγοράς και µε
την ανάπτυξη ενός µεταποιητικού τοµέα
σε στενή συνάρτηση µε
τα δίκτυα διάθεσης
του προϊόντος.
Η
ανάγκη για χρήµα
και οι διακυµάνσεις
των τιµών λόγω
των πιέσεων του
εµπορίου οδηγούν στην επέκταση
των µαστιχοκαλλιεργειών σε περιφερειακές εκτάσεις των χωριών
και σε υπερπαραγωγή που ανατροφοδοτεί
το φαύλο κύκλο
της κατρακύλας των
τιµών και του
περιορισµού του µαστιχοπαραγωγικού
κόσµου στα κατώτερα
στάδια της οικονοµίας
του µαστιχιού και εκτός της καταναλωτικής
του κουλτούρας.
Ακόµα
και η περιορισµένη
χρήση του µαστιχιού στη ζαχαροπλαστική, τσουρέκια, κουλούρια,
παγωτό αποτελεί χαρακτηριστικό της αστικής λαογραφίας της Σµύρνης και όχι της µαστιχοφόρου
Χίου.
Η ίδρυση της ΕΜΧ
το 1939 και αργότερα, το 1955, του εργοστασίου αλλάζει άρδην το χάρτη της οικονοµίας
του µαστιχιού γιατί παρεµβαίνει,
έστω και µε τον
αναγκαστικό
κορπορατιστικό
συνεταιτερισµό, στην παραγωγή,
στη συγκέντρωση και
διάθεση του προϊόντος και µε την ίδρυση του εργοστασίου, στην
επεξεργασία, στο µάρκετινγκ, ακόµα
και στην κυκλοφορία του χρήµατος ή στην αγορά εργασίας.
Η
ΕΜΧ κατά κάποιο τρόπο συνεχίζει την παράδοση
των «κοινοτικών» θεσµών των µαστιχοπαραγωγών συγκεντρώνοντας σε ένα σώµα κατά χωριό το σύνολο των
κατόχων µαστιχοδένδρων και αναλαµβάνοντας να επιτελεί και µια τρόπον τινά προνοιακή
λειτουργία για τα µέλη της.
Η µετάλλαξη της ΕΜΧ
τα τελευταία χρόνια,
η άνθιση τοπικών
επιχειρηµατικών προσπαθειών,
όπως τα mastic shop, mastic spa, Anemos
κ.α., η συνεργασία µε µεγάλους
οίκους και η
ανάπτυξη νέων κοσµητικών
και φαρµακευτικών προϊόντων οριοθετούν µια
νέα εποχή για
την οικονοµία της µαστίχας. Η νέα συγκυρία συνδυάζει την σύγχρονη τάση για εναλλακτικά και φυσικά θεραπευτικά
προϊόντα µε την ανάδυση εναλλακτικών
τουριστικών προορισµών και µε
την πολτική στήριξη
των ιδιαίτερων προϊόντων από την ΕΕ. Στην προϊστορία αυτής της εξέλιξης
θα µπορούσαµε µε δυσκολία να
τοποθετήσουµε τις
προσπάθειες του Μενδωνίδη και του Σόδη, για νέες χρήσεις της µαστίχας για την
εποχή τους.
Συµπερασµατικά όµως
µπορούµε να παρατηρήσουµε ότι µόνο την τελευταία δεκαετία στράφηκε η
προσοχή των τοπικών φορέων στην ανάπτυξη προϊόντων αγοράς
µε βάση
τη µαστίχα και αποµακρύνθηκαν από
τον κοινωνικό και πολιτικό
έλεγχο των µαστιχοπαραγωγών ως µέθοδο
διαχείρισης της οικονοµίας
της µαστίχας.
Ας
ξαναγυρίσουµε σε µερικές διχοτοµίες
σχετικά µε την κουλτούρα
της κατανάλωσης του µαστιχιού, που παρά το ότι ποτέ δεν ανταποκρίνονται
ολοκληρωτικά στην εµπειρία, µας προσφέρουν χρήσιµες αφετηρίες για σκέψη και αναστοχασµό.
Σχηµατικά λοιπόν ο ρόλος του παραγωγού
διαφοροποιείται εξ ολοκλήρου
από αυτόν του
καταναλωτή της µαστίχας, σε αντίθεση µε
το διαδεδοµένο πρότυπο
για τους καλλιεργητές
τροφίµων προϊόντων, τους
αλιείς κλπ. Ακόµα και στις περιπτώσεις που κρατούν στο σπίτι µικρή ποσότητα, την καταναλώνουν
στην ίδια µορφή που
την παραδίδουν και
στους διευθυντικούς
θεσµούς ή στο
εµπόριο. Αντίστοιχα οι
καταναλωτές δεν έρχονται
σε επαφή µε τον κόσµο του παραγωγού, είτε γιατί αυτός είναι
απόµακρος είτε, για µεγάλες χρονικές
περιόδους, ακόµα και
αυτή η επαφή
είναι παράνοµη ή
τουλάχιστον αντικανονική.
Ο καταναλωτής δεν φτάνει στο προϊόν στο
παζάρι ή στο χωράφι, ούτε το προµηθεύεται από τον παραγωγό του, εκτός από τις
περιπτώσεις λαθρεµπορίας.
Ο ρόλος του καταναλωτή λοιπόν προϋποθέτει την ύπαρξη αγοράς και
αγοραίων µηχανισµών που µεταφέρουν το προϊόν
στους τόπους κατανάλωσης
ή παρασκευής των
διαφόρων
υποπροϊόντων.
Ακόµα και η επαγγελµατική χρήση της µαστίχας, όταν ο
παραγωγός κάποιων προϊόντων – όπως ο φαρµακοποιός – χρησιµοποιεί το µαστίχι ή το
µαστιχέλαιο προς όφελος ενός
πελάτη, αφορά κυρίως σε µικρές ποσότητες µε σχετικά
χαµηλή σηµασία του µαστιχιού απέναντι σε άλλα συστατικά.
Σε ένα από τα σπάνια
συνταγολόγια του 19ου αιώνα, από το φαρµακείο του Σπίνου,
γραµµένο γύρω στο 1850,
βρίσκουµε τη µαστίχα να χρησιµοποιείται σε συνταγές καλλυντικών αφού θερµανθεί σε
bain-marie.
«… δυο κούκουδα µαστίχα τα βάζετε εις ένα κιασεδάκι και
βράζετε ένα τσουκάλι νερό και βάζετε το κεσεδάκι µέσα να λιώσουν και το τρίβετε και
ρίπτετε ολίγον ροδόσταµον µέσα»
Σεβαστή Χαβιάρα –
Καραχάλιου, Γιατροπορέµατα των οµµατιών και άλλα κείµενα, επιµ. Ανδρέας Φρ. Μιχαηλίδης, Χίος (Ιατρική Εταιρεία Χίου) 2003,
σ.132.
Το µαστίχι παρουσιάζεται στη συγκεκριµένη
πηγή σε τρεις συνταγές, διατηρώντας την ίδια σπουδαιότητα για το φαρµακοποιό που έχει η αλόη ή
εξωτικά συστατικά. Μπορούµε
να υποθέσουµε ότι
δεν αναπτύσσεται µε βάση τη µαστίχα µια ιθαγενής συνταγολογία, ούτε στο επίπεδο της λαϊκής θεραπευτικής, ούτε ανάµεσα
στους επιστήµονες ιατρούς και
φαρµακοποιούς.
Ανάλογα θα λέγαµε ότι για αιώνες δεν αναπτύσσεται µια
τοπική αγορά, οπωσδήποτε στα ίδια τα µαστιχοχώρια αλλά σε µεγάλο βαθµό και στη Χώρα. Η
αγορά της µαστίχας είναι η αγορά των
αποστάσεων που χρησιµοποιεί
ως ενδιάµεσο κέντρο
την Χώρα και σε δεύτερο επίπεδο ως κέντρα συγκέντρωσης και αναδιανοµής
την Πόλη και τη Σµύρνη.
Η
ποτοποιία
αποτελεί τη µόνη εξαίρεση µέχρι το
Μεσοπόλεµο και αυτή
θα πρέπει να ενταχθεί στην άνθιση µικρών τοπικών κέντρων βιοτεχνιών
που προβαίνουν σε µια πρώτη
επεξεργασία αγροτικών πρώτων υλών αλλά και εδώ ο
προσανατολισµός της παραγωγής είναι το εξωτερικό ως προς το νησί εµπόριο.
Είναι άλλωστε
χαρακτηριστικό ότι για το σηµαντικότερο απόσταγµα της νότιας Χίου και ένα από τα
πιο εύγευστα στην Ευρώπη, για τη σούµα, δε χρησιµοποιείται µαστίχα. Όταν
αναπτύσσεται µια ιθαγενής χρήση της µαστίχας, στα ποτά, στα γλυκά κοκ αφορά κυρίως τη Χώρα
και πιθανόν και σε αυτή την περίπτωση δεν αποτελεί παρά δάνειο από τα µεγάλα κέντρα
της Ανατολής.
Όλα όσα αναφέραµε µέχρι τώρα
συγκροτούν µια υπόθεση εργασίας
που ξεκινά από µικρές εµπειρικές – σχεδόν αυτοβιογραφικές – παρατηρήσεις
για την απουσία ακόµα και
σήµερα µιας κουλτούρας κατανάλωσης συνδεδεµένης µε τη
µαστίχα, κάτι που είναι ξένο για όλα τα παραδείγµατα αγροτοκτηνοτροφικών κοινοτήτων
στην Ελλάδα.
Μελετώντας την ιστορία του
προϊόντος στη µακρά διάρκεια
η απουσία αυτή
εξηγείται από το καθεστώς ρύθµισης και περιορισµών που χαρακτηρίζει το
προϊόν και τους καλλιεργητές του και από το χαρακτήρα της εµπορίας και της δηµιουργίας
των παραγώγων προϊόντων της µαστίχας.
Το γεγονός ότι η µαστίχα από τη φύση της
και σχεδόν σε φυσική µορφή προσφέρεται
για εµπορική εκµετάλλευση
απέκλεισε άλλες παραγωγικές
επιλογές στον τόπο.
Η ίδια η δοµή της παραγωγής, της χρήσης και της
κατανάλωσης της µαστίχας ευνόησαν τη διακίνηση της
σε φυσική µορφή και
την αξιοποίηση της
στους µακρινούς τόπους
κατανάλωσης. Το µόνο παραγωγικό παρεπόµενο για τη νότια
Χίο είναι η δηµιουργία των γνωστών κεραµικών σκευών για το µαστίχι.
Στην περίπτωση
της µαστίχας η εξέλιξη των µέσων µεταφοράς, επεξεργασίας
και διατήρησης και
ο εκσυγχρονισµός των
προτύπων κατανάλωσης µε τη διάδοση των τυποποιηµένων έναντι των
οικιακών ή εργαστηριακών προϊόντων
κινητοποιεί σηµαντικές
µεταβολές στο οικονοµικό
και κοινωνικό πεδίο.
Πρώτον
δίνεται πια η
δυνατότητα και νοµίζω
ότι οι τοπικές
εταιρείες την εκµεταλλεύονται
για την ιθαγενή
αξιοποίηση του προϊόντος
και για την
σύνδεση των βιοµηχανικών προϊόντων µε την τουριστική βιοµηχανία και
την προβολή του νησιού.
Η µαστίχα
συνδυάζοντας πια το
φυσικό χαρακτήρα µε τις
υψηλής ποιότητας φαρµακευτικές
και γαστρονοµικές χρήσεις µπορεί να
αποτελέσει παράγοντα προκοπής και ανάπτυξης της
περιοχής που την
παράγει.
Ακόµα µπορεί να
αποτελέσει ένα νέο στοιχείο τοπικής
κουλτούρας και ταυτότητας εάν διαµορφωθεί µια γενιά καταναλωτών που θα προτιµά
σχεδόν από ένστικτο
τα προϊόντα της µαστίχας
έναντι των άλλων.
Η καλλιέργεια αυτής της τοπικής παραγωγικής και
καταναλωτικής κουλτούρας παράλληλα µε την εξασφάλιση
των παραγωγών µπορεί να ανοίξει
ένα εντελώς νέο κεφάλαιο στην
ιστορία αυτού του µοναδικού προϊόντος, που -επιτρέψτε µου
την επιστηµονικά αδόκιµη πρόβλεψη – µπορεί
να είναι η
πιο φωτεινή για
τους ίδιους τους
κατοίκους και µαστιχοπαραγωγούς.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου