Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ 40 χρόνια πριν…! Αναμοχλεύοντας το χθες...


 

Μία άγνωστη λέξη μέχρι τότε αντηχούσε από το πρωί  στα καντούνια του χωρίου.… ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ… Σιωπηλοί οι χωριανοί ο ένας μετά τον άλλο, με το φόβο του άγνωστου ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους κατηφόριζαν απτήν Απάνω Πόρτα ,τη Φαρδιά τη Πατασά ,το Λιβάδι με προορισμό τη Κάτω Πόρτα. Το χωρίο ανάστατο.


Η Κάτω Πόρτα γεμάτη κόσμο. Οι αποθήκες των ΤΕΑ  που υπήρχαν στα υπόγεια του Τσοπανομίχαλου είχαν ανοίξει . Κιβώτια και σάκοι με στρατιωτικά είδη είχαν  γεμίσει τη πλατεία. Στα στενά χωριανοί έβγαζαν τα ρούχα τους και ντύνονταν με στρατιωτικά. Μανάδες ,κόρες ,αδελφές με σφιγμένα στόματα βλέπανε σιωπηλές .Ο ξηρός μεταλλικός ήχος από όπλα και ξιφολόγχες έσπαγε τη σιωπή.Αξιωματικοί έδιναν διαταγές σε στρατιώτες και  οδηγοί στρατιωτικών έκαναν μανούβρες μέσα στο κόσμο. Παιδιά εμείς με κοντά παντελόνια και σαγιονάρες βλέπαμε το πρωτόγνωροθέαμα.


 Γύρω στις 10 ένας αξιωματικός  μάλλον ανθυπολοχαγός που στα παιδικά μας μάτια  φάνταζε στρατηγός και πάνω μας φώναξε ή μάλλον μας διέταξε: «Εσείς όλοι ανεβείτε γρήγορα στο ΡΕΟ». Κανένας δεν τόλμησε να  πει  όχι και μπορώ να πω πως κάπου το βλέπαμε σαν περιπέτεια. Έτσι ο ένας μετά τον άλλο  κάπου 15-20 παιδία ανεβήκαμε στο ΡΕΟ. Ξεκινήσαμε σχεδόν αμέσως και κανείς από μας δεν ήξερε που πηγαίναμε.


Μετά από αρκετή ώρα  το ΡΕΟ σταμάτησε στο στρατόπεδο της Βέσσας.

Ένας  άλλος αξιωματικός μας μάζεψε και μας έδωσε καινούργιες διαταγές. Αφού μας χώρισε σε δύο ομάδες μας  φόρτωσε ξανά στα ΡΕΟ. Η αποστολή μας είπε ήταν να φορτώνουμε βαρέλια με πετρέλαιο και με τα φορτηγά να τα μεταφέρουμε σε διάφορα σημεία του νησιού. Με τη καθοδήγηση του οδηγού και ενός φαντάρου βάζαμε δύο μαδέρια και σπρώχναμε τα βαρέλια στο φορτηγό ,όταν έφταναν πάνω τα υπόλοιπα παιδία  τα’ έστηναν όρθια. Το πρώτο και το δεύτερο δρομολόγιο τα πήγαμε σ’ ένα λαγκάδι  πριν το Λιθή*.


Το μεσημέρι  είχε περάσει όταν  αρχίσαμε να πεινάμε και να διψάμε, έτσι στο τρίτο δρομολόγιο  ρωτήσαμε που μπορούμε να πιούμε λίγο νερό. Μας έδειξαν σε μια άκρη μια υδροφόρα. Πήγαμε όλο λαχτάρα να πιούμε μα τη βρύση τη φυλούσανε σμήνη από σφήκες και λιλίκους .Οι μισοί διώχνανε τους λιλίκους και οι άλλοι πίναμε.

Φαγητό δεν φαινόταν πουθενά και κάποιος νομίζω ο Μήτσος πέταξε τη ιδέα να πάε να φύωμε .Εκεί κοντά ήμασταν  περίπου 7-8 παιδία και ένας -ένας σιγά-σιγά με μόνο κριτήριο να μη πάμε από το δρόμο και μας δουν, πήραμε το δρόμο για το βουνόχωρίς να ξέρουμε που πάμε .Θα ’χαμε περπατήσει γύρω στα 5 λεπτά (το στρατόπεδο τότε δεν είχε ακόμα συρματόπλεγμα) όταν βλέπουμε ψηλά στο βουνό ένα σκοπό να μας κοιτάει . Μόλις τον είδαμε φοβισμένοι  πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ο σκοπός μας γνώρισε και μας φώναξε από μακριά.

-Που α πάτε ρε σεις ??


Πήγαμε κοντά και τότε τον γνωρίσαμε. Σκοπός για καλή μας τύχη ήταν ο χωριανός μας επίστρατος ,ο Σίωρος ο Μπρής. Του εξηγήσαμε πως μας έπιασε η πείνα και η δίψα και είπαμε να πάμε στο χωρίο. Μας ρώτησε αν ξέραμε πώς να πάμε. Φυσικά και δεν ξέραμε.

-Λοιπόν, μας είπε, θα πηένετε όλο ευθεία και θα πιάσετε το μαγίατικο ,θα περπατήτε μέχρι που να δείτε το χωρίο ,άμα το δείτε θα πιάσετε να κατηβαίνετε και θα βγείτε στο νεκροταφείο. 

Τον ευχαριστήσαμε και πήραμε το δρόμο για το χωρίο όπως μας είπε.

Περπατούσαμε όλο τ’ απόγευμα μέσα από πέτρες και αγκάθια, την πείνα μας τη ξεγελούσαμε με ξερά αμύγδαλα και φασκόμηλα.Φτάσαμε στο χωρίο όταν  άρχισε να σουρουπώνει, περπατούσαμε στα έρημα και σκοτεινά στενά. Στα καφενεία κόσμος σιωπηλός να κρέμεται από τα μεγάφωνα του ραδιοφώνου. Ο εκφωνητής να λέει συνεχώς για Τούρκους ,Κύπριους, Ελληνοκύπριους και στ’ αυτιά  μας να φτάνουν άγνωστες πόλεις και χωρία. Ακούγαμε για Τούρκους που φτάσανε έξω από την Αμμόχωστο και μείς τα παιδία να προσπαθούμε να φανταστούμε που βρίσκετε αυτή  η πόλη. Άλλος έλεγε πως είναι λίγο πιο έξω από τη  χώρα ,άλλος πως είναι λίγο πριν τα’ Αρμόλια. οι μεγάλοι μας λέγανε πως είναι κάπου στη Κύπρο, αλλά άντε να εξηγήσεις σε 10-12 χρονών παιδιά προς τα που πέφτει αυτή η Κύπρος.


Ο διαλάλης  γυρνούσε τις γειτονιές και διαλαλούσε τις διαταγές που ρχόνταν η μια μετά την άλλη. Πότε μιλούσαν για φώτα που δεν έπρεπε νάφτουμε, πότε για μπλε κόλλες που έπρεπε να μπουν στα παράθυρα, και  για το τι πρέπει να κάνει ο κόσμος σε περίπτωση κινδύνου. Ένα πρωινό έκαναν την εμφάνισή τους στο ηρώο άγνωστοι άντρες ,ντυμένοι φαντάροι .Ήταν στρατιώτες και επίστρατοι που ‘χαν έρθει από κάθε γωνιά της πατρίδας μας. Στρατοπέδευσαν άλλοι στο σχολείο και άλλοι στο μοναστηράι .


Οι μέρες του καλοκαιριού περνούσαν με την αγωνία κάθε μέρα πως θα ξημερώσει η επόμενη. Οι επίστρατοι άντρες του χωριού να φυλάνε τον Εμπουρειόκαι τη Κώμη οι φαντάροι να φυλάνε το σχολειό και το μοναστήρι και ο κόσμος που’χε μείνει στο χωρίο κάθε βράδυ να περιμένει από το ραδιόφωνο για μια ευχάριστη είδηση. Όμως υπήρχαν και νέα που πήγαιναν από στόμα σε στόμα κι έκαναν το γύρω του χωρίου. Μιλούσαν για δύο χωριανούς (ο Βαγγέλας και ο Νικολαίδης) που ‘ταν φαντάροι στη Κύπρο και πολεμούσαν. Το χωριό  θεώρησε υποχρέωσή του μη μπορώντας  να προσφέρει κάτι άλλο να κάνει μια παράκληση. Οι καμπάνες του χωρίου χτύπησαν  και ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα σύσσωμο το χωρίο μαζεύτηκε στον Αι Γιώργη  στο Πορτανάτο σε μια κατανυχτική, φορτισμένη ,και συγκινητική ατμόσφαιρα.


Η απογοήτευση μας ήταν μεγάλη όταν Της Παναγιάς και τα νιάμερα που περιμέναμε πως και πώς  τους πραματευτάδες  να στήσουν τα ράντσα με τα παιχνίδια τους όξω από την εκκλησά  δεν φαίνονταν πουθενά, το ίδιο και το βράδυ. Ούτε όργανα ούτε χαρές στη πλατεία, αντίθετα συσκότιση παντού και σκοτεινά πρόσωπα.

Ευτυχώς όσο περνούσε το καλοκαίρι και προς το τέλος του άρχισε σιγά-σιγάτο χωριό να μπαίνει στους κανονικούς του ρυθμούς .οι μεγάλοι λέγανε πως  ευτυχώς δεν έγινε πόλεμος και μιλούσαν  για κάποιον  Καραμανλή που ’ρθε από τη Γαλλία και θα μας σώσει.  Κάποιοι άλλοι λέγανε πως η ελπίδα μας ήταν κάποιοςΠαπανδρέου ή κάποιος Μαύρος , ονόματα που πρώτη μας φορά ακούγαμε. και πώς τώρα που θα γίνουν εκλογές θα φτιάξουν τα πράγματα.


Πέρασαν αρκετά χρόνια κι έπρεπε να μεγαλώσουμε αρκετά για να καταλάβουμε τη σοβαρότητα και τις ιστορικές στιγμές που πέρασε η Ελλάδα και πουζήσαμε κι εμείς στη μικρή κοινωνία του χωριού το καλοκαίρι εκείνο του 1974.

 

  Σημ.. Τα γεγονότα  αναφέρονται  παραπάνω είναι πέρα για πέρα αληθινά.

Από τα ονόματα των  παιδιών θα πω μόνο το δικό μου, του Μήτσου (Θεοτοκά) και δύο που δεν είναι πια στη ζωή, του Κολή του Θεοδωράκη (Μάστορη) και του Γιώργη του Καπετάνου (Ξεράδα)  Όποιος άλλος αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα στα 12-15χρονα παιδιά ας το γράψει..

*Είναι το φυλάκιο πριν το Λιθή…

 

ΝΙΤΟΔΑΣ  ΓΙΑΝΝΗΣ 14/4/2014